κερδοσκοπώ

κερδοσκοπώ
κερδοσκοπώ, κερδοσκόπησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κερδοσκοπώ — είμαι κερδοσκόπος, επιδιώκω και επιτυγχάνω κέρδη με κάθε μέσο και ιδίως αθέμιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερδοσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • κερδοσκοπώ — είμαι κερδοσκόπος, αποβλέπω σε μεγάλο κέρδος: Είναι τίμιος και ολιγαρκής και δε θέλει να κερδοσκοπεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπορεύομαι — (AM ἐμπορεύομαι) 1. είμαι έμπορος, ασκώ το επάγγελμα τού εμπόρου («καί διά ταῡτα πλείους τε καὶ ἥδιον ἐμπορεύοιντο», Ξεν.) 2. εκμεταλλεύομαι για χρηματισμό (συνήθ. με κακή σημασία για εκμετάλλευση γυναικών) (α. «οἱ ἄνθρωποι οὗτοι... μεθ ἡμῶν… …   Dictionary of Greek

  • εργολαβώ — ἐργολαβῶ, έω (AM) [εργολάβος] αναλαμβάνω την εκτέλεση ενός έργου με ορισμένη αμοιβή («εἴ τις ανδριάντας ἐργολαβοίη», Ξεν.) μσν. εκτελώ με ζήλο κοπιαστικό έργο αρχ. αναλαμβάνω κάτι για δική μου ωφέλεια, κερδοσκοπώ, εκμεταλλεύομαι («δι’ ὧν… …   Dictionary of Greek

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • κατεμπορεύομαι — (Α) 1. ανταλλάσσω, εμπορεύομαι 2. εκμεταλλεύομαι, κερδοσκοπώ …   Dictionary of Greek

  • κερδοσκοπία — Οικονομική ενέργεια που συνίσταται στην αγορά εμπορευμάτων στην τρέχουσα τιμή με σκοπό τη μελλοντική μεταπώληση, με την ελπίδα πως στο μεσοδιάστημα αγοράς πώλησης η τιμή των εμπορευμάτων θα ανεβεί σημαντικά. Διακρίνεται από τη συνήθη εμπορική και …   Dictionary of Greek

  • ληστεύω — (AM ληστεύω) [ληστής] αφαιρώ και οικειοποιούμαι ξένη περιουσία με άσκηση βίας (α. «λήστεψαν πάλι το χρυσοχοείο» β. «ληστεύειν ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. μσν. μτφ. κερδοσκοπώ σε βάρος άλλου, αισχροκερδώ («μάς λήστεψαν στο… …   Dictionary of Greek

  • σπεκουλάρω — Ν 1. κερδοσκοπώ 2. μτφ. εκμεταλλεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. speculare «παρατηρώ, υπολογίζω»] …   Dictionary of Greek

  • εκμεταλλεύομαι — εκμεταλλεύτηκα 1. βγάζω μεταλλεύματα ή ορυκτά από το υπέδαφος: Η εταιρεία εκμεταλλεύεται τα ορυχεία της περιοχής. 2. μτφ., χρησιμοποιώ πλουτοφόρες πηγές, για να αντλήσω από αυτές κέρδη: Το κράτος εκμεταλλεύεται το μονοπώλιο σπίρτων. 3. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”